Σε Ασία, Μ. Ανατολή και Βαλκάνια τα δενδρύλλια της ελιάς
Τις δυσμενείς επιπτώσεις της υπερφορολόγησης στην ελληνική οικονομία καταγράφει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), αναδεικνύοντας το φαινόμενο της «μαύρης» ή «γκρίζας» οικονομίας.
Κάθε επιχείρηση που επιδιώκει να παράγει ποιοτικά, υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα και υπηρεσίες, οφείλει να λειτουργεί νόμιμα, καθώς η τήρηση της νομιμότητας επιτρέπει τη διασφάλιση και την προαγωγή του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος.
Για αυτές τις επιχειρήσεις, όταν η φορολόγηση φτάνει σε επίπεδα που δεν επιτρέπουν άλλο την κερδοφόρα λειτουργία, η μεταφορά δραστηριοτήτων στην παραοικονομία δεν αποτελεί λύση, καθώς είναι ασύμβατη με τη διατήρηση του ανταγωνιστικού τους πλεονεκτήματος.
Οι εναλλακτικές λύσεις είναι συγκεκριμένες και αρνητικές: η μετανάστευση, η παύση λειτουργίας και η συρρίκνωση σε μικρά μεγέθη, στα οποία καθίσταται εφικτή η είσπραξη και πληρωμή αδήλωτων χρημάτων και η απασχόληση αδήλωτης ή ημιδηλωμένης εργασίας.
Η αγορά εγκλωβίζεται όλο και περισσότερο σε μια επιχειρηματικότητα περιορισμένης προοπτικής, η οποία επιβιώνει στην ημινομιμότητα και δεν μπορεί να προσφέρει ούτε αναπτυξιακή προοπτική, ούτε αύξηση της καλοπληρωμένης μισθωτής εργασίας.
Η υπερφορολόγηση, στερεί από τις περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάθε προοπτική ανάπτυξης και τις καθηλώνει στον άχαρο και επιβλαβή ρόλο άσκησης αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος των νόμιμων επιχειρήσεων. Και όταν απουσιάζουν οι δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν αναπτύσσονται ούτε οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η μεγέθυνση της αγοράς στη βάση ενός ισορροπημένου μίγματος οργανωμένων επιχειρήσεων όλων των μεγεθών που αναπτύσσονται τηρώντας τους νόμους και κανόνες.
Η Ελλάδα φορολογεί τις επιχειρήσεις με φόρους σε κέρδη και διανεμόμενα μερίσματα, που μαζί με την ειδική εισφορά ξεπερνούν το 50%. Τους δε εργαζόμενους και ειδικά τα στελέχη, σε επίπεδα αντίστοιχα με χώρες όπως το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία και υψηλότερα των Σκανδιναβικών χωρών.